- βυθοκόρηση
- (-ις (-εως)] η углубление или очистка водоёмов, рек, морского дна
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βυθοκόρηση — η [βυθυκορώ] καθαρισμός του βυθού ή εκβάθυνση θάλασσας ή ποταμού με βυθοκόρο … Dictionary of Greek
βυθοκόρηση — η ο καθαρισμός ή η εκβάθυνση του βυθού της θάλασσας ή του ποταμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)